καταπεπνιγμέναι

καταπεπνιγμέναι
καταπεπνῑγμέναι , κατά-πνίγω
choke
perf part mp fem nom/voc pl
καταπεπνῑγμένᾱͅ , κατά-πνίγω
choke
perf part mp fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεφώδης — ες (ΑΜ νεφώδης, ῶδες) [νέφος] 1. όμοιος με νέφος, νεφοειδής 2. αυτός που προκαλεί συννεφιά, που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ νότος ὅταν μὲν ἐλάττων ἦ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης», Αριστοτ.) νεοελλ. καλυμμένος με νέφη, συννεφιασμένος αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”